HAVOC - ορισμός. Τι είναι το HAVOC
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι HAVOC - ορισμός

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Havoc (movie); Havoc (disambiguation); Havok (disambiguation); Havock; Havok; Havoc (film)

havoc         
n. to play, raise, wreak havoc with
havoc         
¦ noun
1. widespread destruction.
2. great confusion or disorder.
¦ verb (havocs, havocking, havocked) archaic lay waste to.
Phrases
play havoc with completely disrupt.
Origin
ME: from Anglo-Norman Fr. havok, alt. of OFr. havot, of unknown origin; the word was orig. used in the phr. cry havoc 'give an army the order havoc', which was the signal for plundering.
havoc         
1.
Havoc is great disorder, and confusion.
Rioters caused havoc in the centre of the town.
N-UNCOUNT
2.
If one thing plays havoc with another or wreaks havoc on it, it prevents it from continuing or functioning as normal, or damages it.
The weather played havoc with airline schedules...
PHRASE: V inflects, PHR n

Βικιπαίδεια

Havoc

havoc, Havoc, Havocs, Havok, or Havock may also refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για HAVOC
1. Methamphetamine has wreaked havoc among its underclass.
2. Back–to–back tours can play havoc with family planning.
3. Sadly, they would also create havoc in our economy.
4. I can‘t answer your questions without creating havoc.
5. Passion killer: Stress plays havoc for sexual relations The stress of modern life is playing havoc with sexual relationships, researchers claimed yesterday.